- αυτιστικός
- (hastalık derecesinde) içine kapanık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αυτιστικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον αυτισμό 2. «αυτιστικά παιδιά» αυτά που παρουσιάζουν συμπτώματα αυτισμού … Dictionary of Greek
αυτιστικός — ή, ό το άτομο που διακατέχεται από αυτισμό: Το κράτος οφείλει να προστατεύει τα αυτιστικά παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)